μπαντίδος

μπαντίδος
ο (Μ μπαντίδος και παντίδος)
καταδικασμένος σε εξορία, φυγάς
νεοελλ.
1. πειρατής καταδρομέας, κουρσάρος
2. ληστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bandito < bandire «επικηρύσσω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”